------
Άρθρα
------
Άρθρα
------
Ο Καραγκιόζης
(Τυπολογία των προσώπων του θεάτρου σκιών)
Του Καραγκιοζοπαίχτη Αντώνη Μόλλα

...Κάθε πρόσωπο της σκηνής των σκιών αντιπροσωπεύει και από έναν τύπο ανθρώπων που ζουν και κινούνται γύρω μας.
Ο Καραγκιόζης:
Είναι ο τέλειος τύπος ανθρώπου του λαού. Το πρώτο πρόσωπο της σκηνής των σκιών. Ευφυολόγος, τραγουδιστής, καλόκαρδος, πατριώτης, πολιτικός. Ετοιμόλογος, ερωτόληπτος, ωραιομανής, ενώ είναι άσχημος σε αφάνταστο βαθμό. Πότε είναι πλούσιος, πότε φτωχός, πότε κάνει τον κουτό, πότε τον παλικαρά. Άλλοτε η μεγάλη του εξυπνάδα τον οδηγεί στην τρέλα, πότε είναι αφελής, άλλοτε είναι απατεώνας και άλλοτε προστατεύει τους αδύνατους φτάνοντας μέχρι θυσίας. Όπου θέλεις τον βρίσκεις: στο Σαράι, στην αγορά, στα λημέρια των υπερασπιστών της πατρίδας, στα σαλόνια, στα λημέρια των ληστών, στο δρόμο, στα μοναστήρια. Γίνεται Πασάς, Σουλτάνος, Ναύαρχος, Στρατηγός, Πρωτοπαλίκαρο, Δικηγόρος, Γιατρός, Υπηρέτης, Μάγερας, Διπλωμάτης. Πρώτος στις μάχες, στο ξύλο, στον έρωτα. Πρώτος στη φυλακή, πρώτος στην πολιτική, πρώτος στο ζήτω, πρώτος στο γιούχα. Είναι με όλα τα κόμματα, με όλους τους δημάρχους, με όλους τους βουλευτάς, με όλους τους υπουργούς. Πότε αντιπολιτευόμενος και άλλοτε συμπολιτευόμενος.
Μα παρ’ όλα τα επαγγέλματα που αλλάζει ποτέ δεν είναι χορτάτος, πάντοτε πεινασμένος.
Κάποτε που ήθελαν να τον κάνουν Σουλτάνο, ρώτησε: "Οι Σουλτάνοι τρώνε";
Είναι ο τέλειος τύπος του Ρωμιού.
Ο Κολλητήρης:
Γιος του Καραγκιόζη, είναι αποτύπωμα του πατέρα του. Ο Καραγκιόζης τον διδάσκει πώς να κλέβει και τι κατεργαριές να κάνει.
Ο Μπάρμπα Γιώργος:
Είναι ο τέλειος τύπος του βουνίσιου χωριάτη, του Ρουμελιώτη. Άνθρωπος δυνατός, τίμιος, ηθικός, πολύ αγαθού χαρακτήρος. Του αρέσει το τσάμπα και έχει μεγάλη μανία να παντρευτεί. Ο Καραγκιόζης γνωρίζοντας όλα αυτά τον μαλώνει πολλές φορές, εκμεταλλευόμενος την αγαθότητά του.
Ο Χατζηαβάτης:
Είναι από τα δρώντα κυρίως πρόσωπα της σκηνής των σκιών. Είναι η πόρτα των παραστάσεων. Τύπος αδύνατου χαρακτήρος, δειλός στο άκρον. Πονηρός σε αφάνταστο βαθμό. Κόλαξ όσο λίγοι. Κάνει τον μισοκακόμοιρο ενώ τα αντιλαμβάνεται όλα. Παρασύρει πολλές φορές τον Καραγκιόζη σε διάφορες βρομοδουλειές. Είναι δε, αχώριστος μ’ αυτόν.
Ο Σιορ Διονύσιος:
Ζακυνθινός από παλιά αρχοντική οικογένεια ξεπεσμένη. Τύπος δανδή. Πάντοτε όμως αποτυγχάνει στους έρωτές του και τις περισσότερες φορές τρώει ξύλο. Επειδή είναι ομορφοντυμένος και με καλούς τρόπους, ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης τον μεταχειρίζονται σα δόλωμα σε διάφορες κατεργαριές.
Ο Σταυράκης:
Κουτσαβάκης, ψευτοπαλληκαράς, σερέτης τύπος Ψειριώτη της παλιάς Αθήνας με ευγενικούς τρόπους. Ενώ είναι άψιλος κάνει τον παραλή. Ποτέ δεν εννοεί να υποχωρήσει αν και πάντοτε τρώει το ξύλο της χρονιάς του. Ακολουθείται από έναν υπασπιστή, το Νώντα.
Ο Ομορφονιός:
Το αντίθετο του ονόματός του. Άσχημος με τεράστιο κεφάλι και μύτη. Είναι μικρόσωμος με κοντά πόδια. Έχει την ιδέα ότι είναι ωραίος και κοροϊδεύει τους άσχημους.
Ο Βέλη Γκέκας:
Δερβέναγας. Είναι ο παλικαράς του Σαραγιού. Ή μάλλον ο εκτελεστής του νόμου. Ενώ πολλές φορές κακομεταχειρίζεται τον Καραγκιόζη κατά βάθος τον φοβάται για την πονηριά του. Μόνο ο Μπάρμπα Γιώργος τα βάζει με τον Βέλη Γκέκα και πολλές φορές τον δέρνει.
Αυτά είναι τα κυριότερα πρόσωπα της σκηνής των σκιών. Μα υπάρχουν και πολλά άλλα, όπως ο Βεζίρης ο αντιπρόσωπος της εξουσίας, άλλοτε τυραννικός και άλλοτε καλός με τους υπηκόους του. Οι Πασάδες, οι Μπέηδες. Οι αρματολοί και κλέφτες παρμένοι από πρόσωπα που έζησαν και έδρασαν πριν ή κατά την Ελληνική Επανάσταση, πρόσωπα ευγενικά που δε λογαριάζουν το θάνατο για το κοινό συμφέρον, που μάχονται για τους άοπλους αδελφούς τους. Ηρωικές Ελληνίδες που πολεμούν κι αυτές. Μετά έρχονται άλλοι τύποι χωρικών και ανθρώπων των πόλεων. Αγάδες, Αλβανοί στρατιώτες, αξιωματούχοι διαφόρων εθνών…
...Αυτά τα άψυχα δέρματα κάθε βράδυ παίρνουν ζωή μπρος στο άσπρο πανί...
Περιοδικό "Θέατρο", 1963
Ο Καραγκιόζης:
Είναι ο τέλειος τύπος ανθρώπου του λαού. Το πρώτο πρόσωπο της σκηνής των σκιών. Ευφυολόγος, τραγουδιστής, καλόκαρδος, πατριώτης, πολιτικός. Ετοιμόλογος, ερωτόληπτος, ωραιομανής, ενώ είναι άσχημος σε αφάνταστο βαθμό. Πότε είναι πλούσιος, πότε φτωχός, πότε κάνει τον κουτό, πότε τον παλικαρά. Άλλοτε η μεγάλη του εξυπνάδα τον οδηγεί στην τρέλα, πότε είναι αφελής, άλλοτε είναι απατεώνας και άλλοτε προστατεύει τους αδύνατους φτάνοντας μέχρι θυσίας. Όπου θέλεις τον βρίσκεις: στο Σαράι, στην αγορά, στα λημέρια των υπερασπιστών της πατρίδας, στα σαλόνια, στα λημέρια των ληστών, στο δρόμο, στα μοναστήρια. Γίνεται Πασάς, Σουλτάνος, Ναύαρχος, Στρατηγός, Πρωτοπαλίκαρο, Δικηγόρος, Γιατρός, Υπηρέτης, Μάγερας, Διπλωμάτης. Πρώτος στις μάχες, στο ξύλο, στον έρωτα. Πρώτος στη φυλακή, πρώτος στην πολιτική, πρώτος στο ζήτω, πρώτος στο γιούχα. Είναι με όλα τα κόμματα, με όλους τους δημάρχους, με όλους τους βουλευτάς, με όλους τους υπουργούς. Πότε αντιπολιτευόμενος και άλλοτε συμπολιτευόμενος.
Μα παρ’ όλα τα επαγγέλματα που αλλάζει ποτέ δεν είναι χορτάτος, πάντοτε πεινασμένος.
Κάποτε που ήθελαν να τον κάνουν Σουλτάνο, ρώτησε: "Οι Σουλτάνοι τρώνε";
Είναι ο τέλειος τύπος του Ρωμιού.
Ο Κολλητήρης:
Γιος του Καραγκιόζη, είναι αποτύπωμα του πατέρα του. Ο Καραγκιόζης τον διδάσκει πώς να κλέβει και τι κατεργαριές να κάνει.
Ο Μπάρμπα Γιώργος:
Είναι ο τέλειος τύπος του βουνίσιου χωριάτη, του Ρουμελιώτη. Άνθρωπος δυνατός, τίμιος, ηθικός, πολύ αγαθού χαρακτήρος. Του αρέσει το τσάμπα και έχει μεγάλη μανία να παντρευτεί. Ο Καραγκιόζης γνωρίζοντας όλα αυτά τον μαλώνει πολλές φορές, εκμεταλλευόμενος την αγαθότητά του.
Ο Χατζηαβάτης:
Είναι από τα δρώντα κυρίως πρόσωπα της σκηνής των σκιών. Είναι η πόρτα των παραστάσεων. Τύπος αδύνατου χαρακτήρος, δειλός στο άκρον. Πονηρός σε αφάνταστο βαθμό. Κόλαξ όσο λίγοι. Κάνει τον μισοκακόμοιρο ενώ τα αντιλαμβάνεται όλα. Παρασύρει πολλές φορές τον Καραγκιόζη σε διάφορες βρομοδουλειές. Είναι δε, αχώριστος μ’ αυτόν.
Ο Σιορ Διονύσιος:
Ζακυνθινός από παλιά αρχοντική οικογένεια ξεπεσμένη. Τύπος δανδή. Πάντοτε όμως αποτυγχάνει στους έρωτές του και τις περισσότερες φορές τρώει ξύλο. Επειδή είναι ομορφοντυμένος και με καλούς τρόπους, ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης τον μεταχειρίζονται σα δόλωμα σε διάφορες κατεργαριές.
Ο Σταυράκης:
Κουτσαβάκης, ψευτοπαλληκαράς, σερέτης τύπος Ψειριώτη της παλιάς Αθήνας με ευγενικούς τρόπους. Ενώ είναι άψιλος κάνει τον παραλή. Ποτέ δεν εννοεί να υποχωρήσει αν και πάντοτε τρώει το ξύλο της χρονιάς του. Ακολουθείται από έναν υπασπιστή, το Νώντα.
Ο Ομορφονιός:
Το αντίθετο του ονόματός του. Άσχημος με τεράστιο κεφάλι και μύτη. Είναι μικρόσωμος με κοντά πόδια. Έχει την ιδέα ότι είναι ωραίος και κοροϊδεύει τους άσχημους.
Ο Βέλη Γκέκας:
Δερβέναγας. Είναι ο παλικαράς του Σαραγιού. Ή μάλλον ο εκτελεστής του νόμου. Ενώ πολλές φορές κακομεταχειρίζεται τον Καραγκιόζη κατά βάθος τον φοβάται για την πονηριά του. Μόνο ο Μπάρμπα Γιώργος τα βάζει με τον Βέλη Γκέκα και πολλές φορές τον δέρνει.
Αυτά είναι τα κυριότερα πρόσωπα της σκηνής των σκιών. Μα υπάρχουν και πολλά άλλα, όπως ο Βεζίρης ο αντιπρόσωπος της εξουσίας, άλλοτε τυραννικός και άλλοτε καλός με τους υπηκόους του. Οι Πασάδες, οι Μπέηδες. Οι αρματολοί και κλέφτες παρμένοι από πρόσωπα που έζησαν και έδρασαν πριν ή κατά την Ελληνική Επανάσταση, πρόσωπα ευγενικά που δε λογαριάζουν το θάνατο για το κοινό συμφέρον, που μάχονται για τους άοπλους αδελφούς τους. Ηρωικές Ελληνίδες που πολεμούν κι αυτές. Μετά έρχονται άλλοι τύποι χωρικών και ανθρώπων των πόλεων. Αγάδες, Αλβανοί στρατιώτες, αξιωματούχοι διαφόρων εθνών…
...Αυτά τα άψυχα δέρματα κάθε βράδυ παίρνουν ζωή μπρος στο άσπρο πανί...
Περιοδικό "Θέατρο", 1963
...τα βωμολοχικά ταύτα των ασιατών θέατρα...

"Λυπούμεθα βλέποντες τήν Διεύθυνσιν της Αστυνομίας ανεχομένην και συγχωρουσαν τήν εν τισι καφενείοις παράστασιν του λεγομένου Καραγκιόζη, ενώ αλλοτε αυστηρώς εμποδίζετο αύτη. Αγνόει φαίνεται ο κ. Διευθυντης οποίων αισχρών και ασέμνων πράξεων σκηναί, παρίστανται δια των νευροσπαστων εις τα βωμολοχικά ταύτα των Ασιατών θέατρα..."
Εφημερίς "Αθήνα", 1854
Εφημερίς "Αθήνα", 1854
Που είναι άραγε ο Καραγκιόζης;
Του Άθω Δανέλλη

Η βιβλιογραφία του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών - ξεκινώντας από τη μελέτη του Luis Rusell: "Karagheuz, on un Théâtre D´Ombres á Athénes" του 1921 - μπορεί να θεωρηθεί σήμερα σχετικά ικανοποιητική, τόσο σε αριθμό όσο και σε ποιότητα, – λαμβάνοντας, βέβαια υπ’ όψη πως δεν είναι εύκολο να εξαντλήσει κανείς θεωρητικά τις άπειρες και σημαντικές πτυχές μιας τόσο ιδιότροπης τέχνης. Δυστυχώς μεγάλα κομμάτια της τέχνης και της ιστορίας του Καραγκιόζη, λόγω της μη συστηματικής καταγραφής στοιχείων και του προφορικού χαρακτήρα της παράδοσης του ελληνικού θεάτρου σκιών, χάνονται μέσα στα χρόνια.
Τι ήταν και τι είναι ο Καραγκιόζης;
Θα μπορούσε να πει κανείς, επιγραμματικά, ότι ο Καραγκιόζης ήταν το μοναδικό πανελλήνιο λαϊκό θέατρο στην τελευταία δεκαετία του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα που συγκέντρωνε και διασκέδαζε πολύ μεγαλύτερο αριθμό θεατών από ό,τι όλα τα άλλα αστικά θέατρα μαζί.
Το Θέατρο Σκιών - του τούρκικου τύπου – εμφανίζεται στα Βαλκάνια πριν το 1600. Οι παίχτες της εποχής, συνήθως Τούρκοι ατσίγγανοι και Εβραίοι, έπαιζαν σε διάφορες γλώσσες: τούρκικα, ελληνικά, εβραϊκά, αρβανίτικα. Αν και στα μετέπειτα χρόνια υπήρχαν ανάμεσά τους Έλληνες, ο Καραγκιόζης αργεί να εμφανιστεί στα μέρη μας. Το ποιος τον έφερε παραμένει άγνωστο κι ούτε ακριβή χρονολογία έχουμε για την άφιξή του. Ωστόσο, μπορούμε να πούμε, βασιζόμενοι σε κάποιες γραπτές μαρτυρίες, πως παραστάσεις δίδονταν στην αυλή του Αλή Πασά στα Γιάννενα. Σιγά σιγά άρχισαν να παίζονται και στα γιαννιώτικα καφενεία και οι παίκτες απόκτησαν μαθητές. Αυτοί έμεναν κοντά στους δασκάλους σαν άμισθοι - ή ελάχιστα αμειβόμενοι – βοηθοί και τους παρακολουθούσαν προσεκτικά μαθαίνοντας τα μυστικά τους.
Ο πρώτος επώνυμος παίκτης, που θεωρείται και πατέρας του ελληνικού Καραγκιόζη είναι ο Μπαρμπαγιάννης Μπράχαλης. Γεννημένος στη Μάνη, άφησε τα μέρη του σε μικρή ηλικία. Κάποτε βρέθηκε στην Πόλη. Εκεί έμαθε την τέχνη και κατέληξε στο επάγγελμα του καραγκιοζοπαίχτη. Γύρω στο 1850, έφερε την τέχνη του στην Αθήνα. Ύστερα, όμως, από επίμονες παρεμβάσεις της αστυνομίας, αναγκάστηκε να μετακομίσει στον Πειραιά. Αργότερα ξαναγύρισε στην Αθήνα, δημιουργώντας μαζί με τον μαθητή του Χρήστο Κόντο την πρώτη μόνιμη σκηνή Θεάτρου Σκιών στην πρωτεύουσα. Παρόλο που ο Μπράχαλης άλλαξε τον Καραγκιόζη εξωτερικά, εξελληνίζοντάς τον σημαντικά, η τέχνη του διατηρούσε όλα τα χαρακτηριστικά του τούρκικου Θεάτρου Σκιών. Το ρεπερτόριό του ήταν περιορισμένο. Το περιεχόμενο των παραστάσεών του ήταν, συνήθως, απαγορευτικό για γυναίκες και παιδιά, καθώς τα καλαμπούρια του ήσαν χοντροκομμένα και πρόστυχα. Την ίδια εποχή λειτουργούν και στην επαρχία κάποιοι αντίστοιχοι θίασοι.
Στα 1880 περίπου κάνει την εμφάνισή του στον μπερντέ ο ανανεωτής, ο μέγας μεταρρυθμιστής της τέχνης του ρωμαίικου Καραγκιόζη. Ο Δημήτρης Σαρντούνης από την Πάτρα, που έγινε γνωστός σα Μίμαρος, είναι ο πατριάρχης του ελληνικού Θεάτρου Σκιών. Τα κλασικά έργα, οι κύριοι πρωταγωνιστές, τα βασικά εργαλεία, ο τρόπος παιξίματος και γενικότερα η όλη δομή του νεοελληνικού Καραγκιόζη είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής φαντασίας του Μίμαρου. Αφού δούλεψε κάποιον καιρό στην Πάτρα, ως βοηθός του Χρήστου Κόντου, ο Μίμαρος έφτιαξε δικό του θίασο. Έπαιξε σε πολλά μέρη της Ελλάδας και έμεινε αρκετά χρόνια στην Αθήνα. Είχε μεγάλη επιτυχία και αγαπήθηκε πολύ από το κοινό. Έβγαλε πολλές φιγούρες στη σκηνή του. Οι πιο επιτυχημένες ήταν ο Διονύσιος και το Κολλητήρι. Απέκτησε βοηθούς τον Θεσσαλό Μέμο Χριστοδούλου, τον Δημήτρη Μανωλόπουλο, που δημιούργησε τους άλλους δύο γιους του Καραγκιόζη και τον καρπενησιώτη Γιάννη Ρούλια που σε συνεργασία με τον Μίμαρο, δημιούργησε τη φιγούρα του Μπάρμπα Γιώργου.
Από το Μίμαρο και τους βοηθούς του βγαίνουν τα μεγαλύτερα ονόματα στην τέχνη του Καραγκιόζη: Βασίλης Αγαπητός, Μανωλόπουλος, Γιάννης Μώρος, Βουτσινάς, Μπέκος, Σωτηρόπουλος, Θεοδωρέλος, Ντίνος Θεοδωρόπουλος, Αντώνης Μόλλας, Πετρόπουλος, Χρήστος Χαρίδημος, Κελαρινόπουλος, Αγιομαυρίτης, Δεδούσαρος, Ξάνθος, Κουτσούρης, Σωτήρης Σπαθάρης, Κώστας Μάνος, Γανιός κ.λ.π.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1910 τα βασικά χαρακτηριστικά του νεοελληνικού Καραγκιόζη έχουν ήδη διαμορφωθεί. Ο Μίμαρος έχει δημιουργήσει τους κυριότερους ήρωες, έχει ανεβάσει τα περισσότερα από τα κλασικά έργα, που παίζονται μέχρι τις μέρες μας, κι έχει εμπλουτίσει σημαντικά τον τεχνικό εξοπλισμό της σκηνής. Ο Δημήτρης Μανωλόπουλος φέρνει από την Αίγυπτο τις διάφανες φιγούρες από κατεργασμένο δέρμα καμήλας. Έτσι ο Καραγκιόζης βγαίνει από τις σκιές για ν’ αποκτήσει χρώμα και διαστάσεις πιο ανθρώπινες. Το 1924 ο παίκτης Λευτέρης Κελαρινόπουλος πετυχαίνει μια από τις σπουδαιότερες εφευρέσεις του μπερντέ: δημιουργεί την σούστα, σύστημα λαβής με μεντεσέ που επιτρέπει στη φιγούρα να γυρίζει δεξιά - αριστερά στο πανί. Ο Χαρίλαος Πετρόπουλος δημιουργεί το σύστημα εναλλασσόμενων σκηνικών, με δυο τελάρα, που μεταφέρει σε λίγα δευτερόλεπτα τη δράση του έργου από μια τοποθεσία σε άλλη...
Ο ρόλος του τραγουδιστή και της ορχήστρας - το μουσικό μέρος δηλαδή της παράστασης – ήταν εξίσου σημαντικό με το υπόλοιπο έργο. Ο απόλυτος συντονισμός μουσικής – διαλόγων ήταν απαραίτητος και δύσκολος, αφού η ορχήστρα βρισκόταν έξω από τη σκηνή. Ο τραγουδιστής έπρεπε να γνωρίζει και να αποδίδει καλά όλα τα τραγούδια που ακούγονταν ολόκληρα. Αμανέδες, σμυρναίικα, ρεμπέτικα, δημοτικά, καντάδες, ευρωπαϊκά και οτιδήποτε άλλο υπήρχε στο έργο.
Εποχή άφησαν και οι σχεδιαστές και ζωγράφοι του Καραγκιόζη, που άλλοτε ήταν οι ίδιοι οι καραγκιοζοπαίχτες κι άλλοτε βοηθοί ή και άνθρωποι που έκαναν διαφορετικά επαγγέλματα.
Ο θίασος στο μεταξύ αποκτούσε συνεχώς νέα πρόσωπα. Ο Γιάννης Μώρος, καραγκιοζοπαίχτης του Πειραιά, δημιούργησε το Σταύρακα. Ο Γιάννης Πρεβεζάνος έβγαλε στη σκηνή τον Εβραίο. Ο Αντώνης Μόλλας δημιούργησε πολλούς νέους χαρακτήρες όπως ο Πεπόνιας και ο Κεκές, η μεγάλη του όμως επιτυχία ήταν ο Ομορφονιός, που κέρδισε αμέσως το κοινό με την εμφάνιση και τα καμώματά του. Εκτός από τους τακτικούς της ομάδας του Καραγκιόζη, δεκάδες πρόσωπα εμφανίστηκαν στον μπερντέ, για να καλύψουν τις ανάγκες των έργων.
Το ρεπερτόριο του Θεάτρου Σκιών όπως διαμορφώθηκε εκείνα τα χρόνια, παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Σ’ ένα θερινό θέατρο ο καραγκιοζοπαίχτης ξεκινούσε τις παραστάσεις του το Πάσχα και τελείωνε τον Οκτώβριο με καθημερινή αλλαγή έργου. Μπορεί, λοιπόν, να φανταστεί κανείς πόση ποικιλία χρειαζόταν για να κρατηθεί το κοινό που συνήθως ήταν μόνιμο. Ο αριθμός των έργων που πέρασαν από τις σκηνές είναι εντυπωσιακός και η θεματολογία τους ευρύτατη.
Ανάμεσα στο 1910 και το 1950 έχουμε την περίοδο της μεγάλης δόξας του Καραγκιόζη. Το Θέατρο Σκιών ήταν το πιο αγαπητό είδος ψυχαγωγίας όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Οι καραγκιοζοπαίχτες, στην πλειοψηφία τους άνθρωποι αγράμματοι, με όπλο το ταλέντο και το ένστικτό τους, μέσα από τις παραστάσεις τους συμβάλουν στη διαμόρφωση της νεοελληνικής κοινωνίας. Η πολιτιστική και κοινωνική επίδραση του λαϊκού θεάτρου τους είναι μεγάλη. Διασκεδάζουν και συγκινούν το κοινό, σατιρίζουν την επικαιρότητα, καυτηριάζουν την πολιτική και τα έντονα κοινωνικά προβλήματα, ενημερώνουν για τις εξελίξεις. Για την απήχηση που είχε το Θέατρο Σκιών χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία παλαιού θεατή του Μανωλόπουλου, από τη δεκαετία του ’30: "... στο δρόμο, στην αγορά το πρωί, συζητούσαμε τι έγινε χθες στον Καραγκιόζη. Λέγαμε, ας πούμε, 'Είδες τι έπαθε ο γέρο - Τσάμης με την αδικία που έκανε;
Το ‘φαγε το κεφάλι του'. Άλλος έκανε τον Μπάρμπα Γιώργο, άλλος έλεγε τι είπε ο Καραγκιόζης στο αφεντικό του, ή έλεγε η μοδίστρα: 'Τι ωραία που ήτανε χθες στην παράσταση η ρόμπα της ‘Ερμιόνης’, να κάνουμε και τη δική σου έτσι ριχτή;'"
Στη διάρκεια του πολέμου και της γερμανικής κατοχής, ο Καραγκιόζης, όπως άλλωστε σε όλες τις δύσκολες στιγμές, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και μάχεται με το δικό του τρόπο. Τα έργα του, περισσότερο ηρωικά του ’21 ("Αθανάσιος Διάκος", "Κατσαντώνης", "Ο Γενίτσαρος" κ.α.) ή επίκαιρα από τα γεγονότα τις εποχής ("Ο καταδότης της Γκεστάπο", "Χίτλερ και Μουσολίνι στην Κόλαση", "Ο Βρικόλακας των Καλαβρύτων" κ.α.), εμψυχώνουν τους θεατές και γεμίζουν τις καρδιές τους θάρρος και κουράγιο. Πολλοί άνθρωποι της τέχνης του χάνονται τα συννεφιασμένα εκείνα χρόνια, στα πεδία των μαχών ή χτυπημένοι από τις κακουχίες.
Μετά τον εμφύλιο και προς τα μέσα της δεκαετίας του ’50, αρχίζει η πτώση του Καραγκιόζη. Η εμφάνιση του μόνιμου και κινητού κινηματογράφου, η ανάπτυξη του ελληνικού κινηματογράφου, η ξενομανία και οι συνθήκες ζωής που μεταβάλλονται άστατα, σπρώχνουν το Θέατρο Σκιών στο περιθώριο. Λίγο αργότερα η εμφάνιση και διάδοση της τηλεόρασης είναι το ισχυρότερο πλήγμα.
Μέσα στη δεκαετία του 1960 παρουσιάζεται ενδιαφέρον από κάποιους διανοούμενους. Από κει και πέρα ο Καραγκιόζης έρχεται κατά καιρούς στο προσκήνιο. Κυκλοφορούν πολλοί δίσκοι 45 και 33 στροφών με ηχογραφημένες παραστάσεις, όπως και φυλλάδια – νέα ή ανατυπώσεις παλαιοτέρων.
Γύρω στο 1970 ξεκινούν στην τηλεόραση τακτικές εκπομπές με παραστάσεις που τοποθετούνται στην παιδική ζώνη του προγράμματος. Παρόμοιες εκπομπές συνεχίζουν σποραδικά ως το 1995.
Ο Καραγκιόζης εμφανίζεται πια σαν παιδικό θέατρο. Το ρεπερτόριό του περιορίζεται. Σήμερα, οι εναπομείναντες καλλιτέχνες του Θεάτρου Σκιών ζουν, σχεδόν αποκλειστικά από τις "παιδικές" παραστάσεις. Λιγότερες είναι οι βραδινές που δίνονται για μεικτό ή ενήλικο κοινό και κρατούν το χαρακτήρα των παλιών καλών ημερών.
Ο Καραγκιόζης σήμερα περνά κρίση ταυτότητας, αφού δεν γνωρίζει που ακριβώς απευθύνεται και τι συμβαίνει έξω από το πανί...
Τι ήταν και τι είναι ο Καραγκιόζης;
Θα μπορούσε να πει κανείς, επιγραμματικά, ότι ο Καραγκιόζης ήταν το μοναδικό πανελλήνιο λαϊκό θέατρο στην τελευταία δεκαετία του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα που συγκέντρωνε και διασκέδαζε πολύ μεγαλύτερο αριθμό θεατών από ό,τι όλα τα άλλα αστικά θέατρα μαζί.
Το Θέατρο Σκιών - του τούρκικου τύπου – εμφανίζεται στα Βαλκάνια πριν το 1600. Οι παίχτες της εποχής, συνήθως Τούρκοι ατσίγγανοι και Εβραίοι, έπαιζαν σε διάφορες γλώσσες: τούρκικα, ελληνικά, εβραϊκά, αρβανίτικα. Αν και στα μετέπειτα χρόνια υπήρχαν ανάμεσά τους Έλληνες, ο Καραγκιόζης αργεί να εμφανιστεί στα μέρη μας. Το ποιος τον έφερε παραμένει άγνωστο κι ούτε ακριβή χρονολογία έχουμε για την άφιξή του. Ωστόσο, μπορούμε να πούμε, βασιζόμενοι σε κάποιες γραπτές μαρτυρίες, πως παραστάσεις δίδονταν στην αυλή του Αλή Πασά στα Γιάννενα. Σιγά σιγά άρχισαν να παίζονται και στα γιαννιώτικα καφενεία και οι παίκτες απόκτησαν μαθητές. Αυτοί έμεναν κοντά στους δασκάλους σαν άμισθοι - ή ελάχιστα αμειβόμενοι – βοηθοί και τους παρακολουθούσαν προσεκτικά μαθαίνοντας τα μυστικά τους.
Ο πρώτος επώνυμος παίκτης, που θεωρείται και πατέρας του ελληνικού Καραγκιόζη είναι ο Μπαρμπαγιάννης Μπράχαλης. Γεννημένος στη Μάνη, άφησε τα μέρη του σε μικρή ηλικία. Κάποτε βρέθηκε στην Πόλη. Εκεί έμαθε την τέχνη και κατέληξε στο επάγγελμα του καραγκιοζοπαίχτη. Γύρω στο 1850, έφερε την τέχνη του στην Αθήνα. Ύστερα, όμως, από επίμονες παρεμβάσεις της αστυνομίας, αναγκάστηκε να μετακομίσει στον Πειραιά. Αργότερα ξαναγύρισε στην Αθήνα, δημιουργώντας μαζί με τον μαθητή του Χρήστο Κόντο την πρώτη μόνιμη σκηνή Θεάτρου Σκιών στην πρωτεύουσα. Παρόλο που ο Μπράχαλης άλλαξε τον Καραγκιόζη εξωτερικά, εξελληνίζοντάς τον σημαντικά, η τέχνη του διατηρούσε όλα τα χαρακτηριστικά του τούρκικου Θεάτρου Σκιών. Το ρεπερτόριό του ήταν περιορισμένο. Το περιεχόμενο των παραστάσεών του ήταν, συνήθως, απαγορευτικό για γυναίκες και παιδιά, καθώς τα καλαμπούρια του ήσαν χοντροκομμένα και πρόστυχα. Την ίδια εποχή λειτουργούν και στην επαρχία κάποιοι αντίστοιχοι θίασοι.
Στα 1880 περίπου κάνει την εμφάνισή του στον μπερντέ ο ανανεωτής, ο μέγας μεταρρυθμιστής της τέχνης του ρωμαίικου Καραγκιόζη. Ο Δημήτρης Σαρντούνης από την Πάτρα, που έγινε γνωστός σα Μίμαρος, είναι ο πατριάρχης του ελληνικού Θεάτρου Σκιών. Τα κλασικά έργα, οι κύριοι πρωταγωνιστές, τα βασικά εργαλεία, ο τρόπος παιξίματος και γενικότερα η όλη δομή του νεοελληνικού Καραγκιόζη είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής φαντασίας του Μίμαρου. Αφού δούλεψε κάποιον καιρό στην Πάτρα, ως βοηθός του Χρήστου Κόντου, ο Μίμαρος έφτιαξε δικό του θίασο. Έπαιξε σε πολλά μέρη της Ελλάδας και έμεινε αρκετά χρόνια στην Αθήνα. Είχε μεγάλη επιτυχία και αγαπήθηκε πολύ από το κοινό. Έβγαλε πολλές φιγούρες στη σκηνή του. Οι πιο επιτυχημένες ήταν ο Διονύσιος και το Κολλητήρι. Απέκτησε βοηθούς τον Θεσσαλό Μέμο Χριστοδούλου, τον Δημήτρη Μανωλόπουλο, που δημιούργησε τους άλλους δύο γιους του Καραγκιόζη και τον καρπενησιώτη Γιάννη Ρούλια που σε συνεργασία με τον Μίμαρο, δημιούργησε τη φιγούρα του Μπάρμπα Γιώργου.
Από το Μίμαρο και τους βοηθούς του βγαίνουν τα μεγαλύτερα ονόματα στην τέχνη του Καραγκιόζη: Βασίλης Αγαπητός, Μανωλόπουλος, Γιάννης Μώρος, Βουτσινάς, Μπέκος, Σωτηρόπουλος, Θεοδωρέλος, Ντίνος Θεοδωρόπουλος, Αντώνης Μόλλας, Πετρόπουλος, Χρήστος Χαρίδημος, Κελαρινόπουλος, Αγιομαυρίτης, Δεδούσαρος, Ξάνθος, Κουτσούρης, Σωτήρης Σπαθάρης, Κώστας Μάνος, Γανιός κ.λ.π.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1910 τα βασικά χαρακτηριστικά του νεοελληνικού Καραγκιόζη έχουν ήδη διαμορφωθεί. Ο Μίμαρος έχει δημιουργήσει τους κυριότερους ήρωες, έχει ανεβάσει τα περισσότερα από τα κλασικά έργα, που παίζονται μέχρι τις μέρες μας, κι έχει εμπλουτίσει σημαντικά τον τεχνικό εξοπλισμό της σκηνής. Ο Δημήτρης Μανωλόπουλος φέρνει από την Αίγυπτο τις διάφανες φιγούρες από κατεργασμένο δέρμα καμήλας. Έτσι ο Καραγκιόζης βγαίνει από τις σκιές για ν’ αποκτήσει χρώμα και διαστάσεις πιο ανθρώπινες. Το 1924 ο παίκτης Λευτέρης Κελαρινόπουλος πετυχαίνει μια από τις σπουδαιότερες εφευρέσεις του μπερντέ: δημιουργεί την σούστα, σύστημα λαβής με μεντεσέ που επιτρέπει στη φιγούρα να γυρίζει δεξιά - αριστερά στο πανί. Ο Χαρίλαος Πετρόπουλος δημιουργεί το σύστημα εναλλασσόμενων σκηνικών, με δυο τελάρα, που μεταφέρει σε λίγα δευτερόλεπτα τη δράση του έργου από μια τοποθεσία σε άλλη...
Ο ρόλος του τραγουδιστή και της ορχήστρας - το μουσικό μέρος δηλαδή της παράστασης – ήταν εξίσου σημαντικό με το υπόλοιπο έργο. Ο απόλυτος συντονισμός μουσικής – διαλόγων ήταν απαραίτητος και δύσκολος, αφού η ορχήστρα βρισκόταν έξω από τη σκηνή. Ο τραγουδιστής έπρεπε να γνωρίζει και να αποδίδει καλά όλα τα τραγούδια που ακούγονταν ολόκληρα. Αμανέδες, σμυρναίικα, ρεμπέτικα, δημοτικά, καντάδες, ευρωπαϊκά και οτιδήποτε άλλο υπήρχε στο έργο.
Εποχή άφησαν και οι σχεδιαστές και ζωγράφοι του Καραγκιόζη, που άλλοτε ήταν οι ίδιοι οι καραγκιοζοπαίχτες κι άλλοτε βοηθοί ή και άνθρωποι που έκαναν διαφορετικά επαγγέλματα.
Ο θίασος στο μεταξύ αποκτούσε συνεχώς νέα πρόσωπα. Ο Γιάννης Μώρος, καραγκιοζοπαίχτης του Πειραιά, δημιούργησε το Σταύρακα. Ο Γιάννης Πρεβεζάνος έβγαλε στη σκηνή τον Εβραίο. Ο Αντώνης Μόλλας δημιούργησε πολλούς νέους χαρακτήρες όπως ο Πεπόνιας και ο Κεκές, η μεγάλη του όμως επιτυχία ήταν ο Ομορφονιός, που κέρδισε αμέσως το κοινό με την εμφάνιση και τα καμώματά του. Εκτός από τους τακτικούς της ομάδας του Καραγκιόζη, δεκάδες πρόσωπα εμφανίστηκαν στον μπερντέ, για να καλύψουν τις ανάγκες των έργων.
Το ρεπερτόριο του Θεάτρου Σκιών όπως διαμορφώθηκε εκείνα τα χρόνια, παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Σ’ ένα θερινό θέατρο ο καραγκιοζοπαίχτης ξεκινούσε τις παραστάσεις του το Πάσχα και τελείωνε τον Οκτώβριο με καθημερινή αλλαγή έργου. Μπορεί, λοιπόν, να φανταστεί κανείς πόση ποικιλία χρειαζόταν για να κρατηθεί το κοινό που συνήθως ήταν μόνιμο. Ο αριθμός των έργων που πέρασαν από τις σκηνές είναι εντυπωσιακός και η θεματολογία τους ευρύτατη.
Ανάμεσα στο 1910 και το 1950 έχουμε την περίοδο της μεγάλης δόξας του Καραγκιόζη. Το Θέατρο Σκιών ήταν το πιο αγαπητό είδος ψυχαγωγίας όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Οι καραγκιοζοπαίχτες, στην πλειοψηφία τους άνθρωποι αγράμματοι, με όπλο το ταλέντο και το ένστικτό τους, μέσα από τις παραστάσεις τους συμβάλουν στη διαμόρφωση της νεοελληνικής κοινωνίας. Η πολιτιστική και κοινωνική επίδραση του λαϊκού θεάτρου τους είναι μεγάλη. Διασκεδάζουν και συγκινούν το κοινό, σατιρίζουν την επικαιρότητα, καυτηριάζουν την πολιτική και τα έντονα κοινωνικά προβλήματα, ενημερώνουν για τις εξελίξεις. Για την απήχηση που είχε το Θέατρο Σκιών χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία παλαιού θεατή του Μανωλόπουλου, από τη δεκαετία του ’30: "... στο δρόμο, στην αγορά το πρωί, συζητούσαμε τι έγινε χθες στον Καραγκιόζη. Λέγαμε, ας πούμε, 'Είδες τι έπαθε ο γέρο - Τσάμης με την αδικία που έκανε;
Το ‘φαγε το κεφάλι του'. Άλλος έκανε τον Μπάρμπα Γιώργο, άλλος έλεγε τι είπε ο Καραγκιόζης στο αφεντικό του, ή έλεγε η μοδίστρα: 'Τι ωραία που ήτανε χθες στην παράσταση η ρόμπα της ‘Ερμιόνης’, να κάνουμε και τη δική σου έτσι ριχτή;'"
Στη διάρκεια του πολέμου και της γερμανικής κατοχής, ο Καραγκιόζης, όπως άλλωστε σε όλες τις δύσκολες στιγμές, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και μάχεται με το δικό του τρόπο. Τα έργα του, περισσότερο ηρωικά του ’21 ("Αθανάσιος Διάκος", "Κατσαντώνης", "Ο Γενίτσαρος" κ.α.) ή επίκαιρα από τα γεγονότα τις εποχής ("Ο καταδότης της Γκεστάπο", "Χίτλερ και Μουσολίνι στην Κόλαση", "Ο Βρικόλακας των Καλαβρύτων" κ.α.), εμψυχώνουν τους θεατές και γεμίζουν τις καρδιές τους θάρρος και κουράγιο. Πολλοί άνθρωποι της τέχνης του χάνονται τα συννεφιασμένα εκείνα χρόνια, στα πεδία των μαχών ή χτυπημένοι από τις κακουχίες.
Μετά τον εμφύλιο και προς τα μέσα της δεκαετίας του ’50, αρχίζει η πτώση του Καραγκιόζη. Η εμφάνιση του μόνιμου και κινητού κινηματογράφου, η ανάπτυξη του ελληνικού κινηματογράφου, η ξενομανία και οι συνθήκες ζωής που μεταβάλλονται άστατα, σπρώχνουν το Θέατρο Σκιών στο περιθώριο. Λίγο αργότερα η εμφάνιση και διάδοση της τηλεόρασης είναι το ισχυρότερο πλήγμα.
Μέσα στη δεκαετία του 1960 παρουσιάζεται ενδιαφέρον από κάποιους διανοούμενους. Από κει και πέρα ο Καραγκιόζης έρχεται κατά καιρούς στο προσκήνιο. Κυκλοφορούν πολλοί δίσκοι 45 και 33 στροφών με ηχογραφημένες παραστάσεις, όπως και φυλλάδια – νέα ή ανατυπώσεις παλαιοτέρων.
Γύρω στο 1970 ξεκινούν στην τηλεόραση τακτικές εκπομπές με παραστάσεις που τοποθετούνται στην παιδική ζώνη του προγράμματος. Παρόμοιες εκπομπές συνεχίζουν σποραδικά ως το 1995.
Ο Καραγκιόζης εμφανίζεται πια σαν παιδικό θέατρο. Το ρεπερτόριό του περιορίζεται. Σήμερα, οι εναπομείναντες καλλιτέχνες του Θεάτρου Σκιών ζουν, σχεδόν αποκλειστικά από τις "παιδικές" παραστάσεις. Λιγότερες είναι οι βραδινές που δίνονται για μεικτό ή ενήλικο κοινό και κρατούν το χαρακτήρα των παλιών καλών ημερών.
Ο Καραγκιόζης σήμερα περνά κρίση ταυτότητας, αφού δεν γνωρίζει που ακριβώς απευθύνεται και τι συμβαίνει έξω από το πανί...
Ένα περιστατικό από τη ζωή του καραγκιοζοπαίχτη Αντώνη Μόλλα
Αναμνήσεις της κόρης του Αρετής Μόλλα – Γιοβάνου.

...Στην κατοχή είχε το θέατρό του στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας κοντά στις φυλακές Αβέρωφ, πού ‘ταν γεμάτες πατριώτες. Οι φωνές τους απ’ τα βασανιστήρια, ανακατεμένες με τους ήχους μιας δυνατής μουσικής και ενός μοτέρ μοτοσικλέτας, έφταναν μέχρι τ’ αυτιά μας μέσα στη σιγαλιά της νύχτας. Μέναμε καθιστοί στα κρεβάτια μας με σφιγμένες τις γροθιές όσο κράταγε το μαρτύριο αυτών των ανθρώπων. Μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε καθαρά αν ήταν άντρας ή γυναίκα γιατί όλοι αυτοί οι ήχοι, που αποτελούσαν ένα σύνολο, όσο ξεμάκραιναν χωρίζονταν κι ακούγαμε, εκεί που βρισκόμασταν εμείς, τον καθ’ έναν μόνο του. Αυτά τα ουρλιαχτά του πόνου δε στάθηκαν ικανά να κάνουν τον πατέρα μου να τρομοκρατηθεί. Εξακολουθούσε να παίζει πατριωτικά έργα όπως και πριν.
Μια βραδιά έπαιζε "Κατσαντώνη". Ήταν Κυριακή και το θέατρο είχε γεμίσει. Ο κόσμος, ο πεινασμένος, ο καταπιεσμένος και ταπεινωμένος, ξέσπαγε κάθε τόσο ακράτητα χειροκροτήματα. "Απ’ έξω μαυροφόρα απελπισιά, πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι...". Μια ομάδα Ιταλών στρατιωτών περιπολούσε γύρω στις φυλακές. Άκουσε ο επικεφαλής τα χειροκροτήματα και ρώτησε τον διερμηνέα. Του εξήγησε ότι προέρχονται από τον Καραγκιόζη. Τα πράγματα θά ‘μεναν μέχρις εκεί αν από μια μεριά της Λεωφόρου δεν φαίνονταν η σκηνή του Καραγκιόζη. Είδε τότε ο Ιταλός τους φουστανελοφόρους κι αναρίγησε. Κάτι ήξερε απ’ αυτά... Έξαλλος, ξεκινάει με το τσούρμο του. Περνάει φουριόζος την πόρτα χωρίς να πει τίποτα – λες κι έμπαινε στο τσιφλίκι του – και προχωράει προς το πάλκο. Τους ακολούθησα με κομμένη την ανάσα. Ήταν εξηντα δύο χρονών τότε ο πατέρας μου και τον βασάνιζε φοβερά το έλκος του στομαχιού του. Σκεφτόμουνα τι είχε να τραβήξει και με έπιανε τρέλα. Εξαγριωμένος άνοιξε την πόρτα του πάλκου και περάσαμε μαζί μ’ αυτόν οι στρατιώτες του κι εγώ. Ξαφνιάστηκε ο πατέρας μου απ’ το ποδοβολητό, γύρισε λίγο το κεφάλι του προς τα μέσα. Για μια φευγαλέα στιγμή οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν στα μάτια. Και σα να μην συνέβαινε τίποτα, απευθυνόμενος σε μένα, θυμωμένος γιατί τον ενόχλησαν, είπε: "κλείσε την πόρτα". Γύρισε προς τις φιγούρες του κι εξακολούθησε την παράστασή του. Έκλεισα την πόρτα και περίμενα το ξέσπασμα της καταιγίδας. Μα τίποτα.
Η παράσταση συνεχιζότανε, ο κόσμος χειροκροτούσε δαιμονιωδώς κι ο Ιταλός είχε μείνει άναυδος. Μια στιγμή που ο πατέρας μου ζήτησε κάτι από του βοηθούς του κι η ματιά του έπεσε ξανά στον Ιταλό, εκείνος τον καθησύχασε με νοήματα και χειρονομίες, σα να του ‘λεγε να μην ενοχλείται από τη παρουσία του αλλά να συνεχίσει τη δουλειά του. Όταν έγινε διάλειμμα, ο Ιταλός άπλωσε και τα δυο του χέρια για να τον συγχαρεί, ενώ έλεγε και ξανάλεγε "Ένας άνθρωπος μόνο... ένας άνθρωπος μόνο".
Ύστερα μίλησε μέσω του διερμηνέα. Όταν μπήκε στο πάλκο φαντάστηκε ότι θα ‘βρισκε ολόκληρο θίασο πίσω απ’ τον μπερντέ κι έμεινε κατάπληκτος όταν είδε πως μόνο ένας άνθρωπος μιλούσε όλες αυτές τις φιγούρες. Εκείνο που του έκανε εντύπωση ήταν η αλλαγή των φωνών και του ύφους. Ο ίδιος αγαπούσε πολύ τις τέχνες και είχε κάνει πολλές μελέτες γύρω από το θέατρο. Μα αυτό το είδος θεάτρου δεν το ‘ξερε, ούτε το ‘χε διανοηθεί.
"Είσαι μεγάλος καλλιτέχνης", είπε. "Κανονικά θα ‘πρεπε να σε συλλάβω. Δεν τολμώ, η τέχνη σου με αιχμαλώτισε. Σε παρακαλώ όμως μη με φέρεις ξανά σε δύσκολη θέση. Δεν πρέπει να παίζεις πατριωτικά έργα, απαγορεύεται". Έσφιξε πάλι με τα δυο του χέρια το χέρι του πατέρα μου, πήρε τους άνδρες του κι έφυγε. Από τότε ερχόταν συχνά. Θυμάμαι άπειρα τέτοια περιστατικά, που δείχνουν πόσο βαθιά εντύπωση έκανε ο Καραγκιόζης στους ξένους...
Περιοδικό "Θέατρο" 1963
Μια βραδιά έπαιζε "Κατσαντώνη". Ήταν Κυριακή και το θέατρο είχε γεμίσει. Ο κόσμος, ο πεινασμένος, ο καταπιεσμένος και ταπεινωμένος, ξέσπαγε κάθε τόσο ακράτητα χειροκροτήματα. "Απ’ έξω μαυροφόρα απελπισιά, πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι...". Μια ομάδα Ιταλών στρατιωτών περιπολούσε γύρω στις φυλακές. Άκουσε ο επικεφαλής τα χειροκροτήματα και ρώτησε τον διερμηνέα. Του εξήγησε ότι προέρχονται από τον Καραγκιόζη. Τα πράγματα θά ‘μεναν μέχρις εκεί αν από μια μεριά της Λεωφόρου δεν φαίνονταν η σκηνή του Καραγκιόζη. Είδε τότε ο Ιταλός τους φουστανελοφόρους κι αναρίγησε. Κάτι ήξερε απ’ αυτά... Έξαλλος, ξεκινάει με το τσούρμο του. Περνάει φουριόζος την πόρτα χωρίς να πει τίποτα – λες κι έμπαινε στο τσιφλίκι του – και προχωράει προς το πάλκο. Τους ακολούθησα με κομμένη την ανάσα. Ήταν εξηντα δύο χρονών τότε ο πατέρας μου και τον βασάνιζε φοβερά το έλκος του στομαχιού του. Σκεφτόμουνα τι είχε να τραβήξει και με έπιανε τρέλα. Εξαγριωμένος άνοιξε την πόρτα του πάλκου και περάσαμε μαζί μ’ αυτόν οι στρατιώτες του κι εγώ. Ξαφνιάστηκε ο πατέρας μου απ’ το ποδοβολητό, γύρισε λίγο το κεφάλι του προς τα μέσα. Για μια φευγαλέα στιγμή οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν στα μάτια. Και σα να μην συνέβαινε τίποτα, απευθυνόμενος σε μένα, θυμωμένος γιατί τον ενόχλησαν, είπε: "κλείσε την πόρτα". Γύρισε προς τις φιγούρες του κι εξακολούθησε την παράστασή του. Έκλεισα την πόρτα και περίμενα το ξέσπασμα της καταιγίδας. Μα τίποτα.
Η παράσταση συνεχιζότανε, ο κόσμος χειροκροτούσε δαιμονιωδώς κι ο Ιταλός είχε μείνει άναυδος. Μια στιγμή που ο πατέρας μου ζήτησε κάτι από του βοηθούς του κι η ματιά του έπεσε ξανά στον Ιταλό, εκείνος τον καθησύχασε με νοήματα και χειρονομίες, σα να του ‘λεγε να μην ενοχλείται από τη παρουσία του αλλά να συνεχίσει τη δουλειά του. Όταν έγινε διάλειμμα, ο Ιταλός άπλωσε και τα δυο του χέρια για να τον συγχαρεί, ενώ έλεγε και ξανάλεγε "Ένας άνθρωπος μόνο... ένας άνθρωπος μόνο".
Ύστερα μίλησε μέσω του διερμηνέα. Όταν μπήκε στο πάλκο φαντάστηκε ότι θα ‘βρισκε ολόκληρο θίασο πίσω απ’ τον μπερντέ κι έμεινε κατάπληκτος όταν είδε πως μόνο ένας άνθρωπος μιλούσε όλες αυτές τις φιγούρες. Εκείνο που του έκανε εντύπωση ήταν η αλλαγή των φωνών και του ύφους. Ο ίδιος αγαπούσε πολύ τις τέχνες και είχε κάνει πολλές μελέτες γύρω από το θέατρο. Μα αυτό το είδος θεάτρου δεν το ‘ξερε, ούτε το ‘χε διανοηθεί.
"Είσαι μεγάλος καλλιτέχνης", είπε. "Κανονικά θα ‘πρεπε να σε συλλάβω. Δεν τολμώ, η τέχνη σου με αιχμαλώτισε. Σε παρακαλώ όμως μη με φέρεις ξανά σε δύσκολη θέση. Δεν πρέπει να παίζεις πατριωτικά έργα, απαγορεύεται". Έσφιξε πάλι με τα δυο του χέρια το χέρι του πατέρα μου, πήρε τους άνδρες του κι έφυγε. Από τότε ερχόταν συχνά. Θυμάμαι άπειρα τέτοια περιστατικά, που δείχνουν πόσο βαθιά εντύπωση έκανε ο Καραγκιόζης στους ξένους...
Περιοδικό "Θέατρο" 1963